Τα ταμειακά διαθέσιμα στους δανειστές

Στις 20 Απριλίου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εξέδωσε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ 41/Α΄/2015) με την οποία μεταφέρονται υποχρεωτικά τα ταμειακά διαθέσιμα του δημοσίου στην  Τράπεζα της Ελλάδας και μάλιστα με αναδρομική ισχύ από 17/3/2015. Εκτός της αναγκαστικής μεταφοράς έμειναν μόνο τα χρήματα που αφορούν τις ανάγκες του επόμενου 15μέρου, εξού και η εξαίρεση των νοσοκομείων, καθώς η υποχρηματοδότησή τους τα έχει οδηγήσει στο να μπορούν να καλύπτουν μόνο τις καθημερινές τους ανάγκες και να μην έχουν διαθέσιμα, πόσο μάλλον με ορίζοντα μεγαλύτερο του δεκαπενθημέρου.
Ουσιαστικά συνεχίστηκε η λεηλασία των ταμείων του δημοσίου που ξεκίνησε το 2012 με το περιβόητο κούρεμα του χρέους-PSI. Έτσι λοιπόν τα 400-500 εκ. ευρώ που ο αναπληρωτής υπουργός Μάρδας δήλωνε ότι έλειπαν για να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις, βρέθηκαν από τα ταμεία του ΟΠΕΚΕΠΕ, της Περιφέρειας Αττικής, του ΟΑΕΔ… Ακόμα και οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες που αρχικά σήμαναν συναγερμό (τι υποκρισία αλήθεια για αυτούς που στήριζαν όλα αυτά τα χρόνια αυτές τις πρακτικές!) όταν πήραν τις «εγγυήσεις» περί νομιμότητας που ζήτησαν, η εξέγερση έλαβε τέλος και τα λάβαρα κατέβηκαν δίνοντας τη θέση τους στη νομιμότητα.
Να αναφέρουμε και το, όχι τυχαίο για μας, γεγονός ότι τις ημέρες που αποφασίσθηκε η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, ο μηχανισμός ELA της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αύξησε το όριο ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών κατά 1,5 δις ευρώ, ποσό ίσο με αυτό που, κατ’ εκτίμηση, θα μεταφερόταν, κατ’ εφαρμογή της Π.Ν.Π.,  από τις τράπεζες στην Τράπεζα της Ελλάδας, προκειμένου να μην ζημιωθεί τελικά το ελληνικό τραπεζικό κεφάλαιο.
Η συγκεκριμένη κίνηση εγείρει πολλά ζητήματα με πρώτο και αρκετά σοβαρό, το ζήτημα δημοκρατίας που θέτουν αυτού του τύπου οι Π.Ν.Π. Μια τακτική ιδιαίτερα διαδεδομένη από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, προκειμένου να παρακάμψουν την κοινοβουλευτική νομιμότητα και να αποφύγουν τις αντιδράσεις, την οποία, να θυμίσουμε, η τότε αντιπολίτευση και νυν κυβέρνηση κατήγγειλε με ιδιαίτερη σφοδρότητα.
Ως προς την ουσία δε, η κυβέρνηση καταφεύγει στον εσωτερικό δανεισμό, μια άκρως καταστροφική για την οικονομία πρακτική, προκειμένου να πληρώσει τους δανειστές-τοκογλύφους και ενώ, εδώ και 8 μήνες δεν έχει εισπραχθεί καμία δόση, έχουν ήδη καταβληθεί όλες οι δόσεις του ΔΝΤ κανονικά για το 2015. Έτσι η «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους, ώστε να γίνει βιώσιμο» (πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης) έγινε στη πράξη «οι ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν την αδιαμφισβήτητη δέσμευσή τους να τηρήσουν τις δανειακές υποχρεώσεις προς όλους τους πιστωτές, πλήρως και έγκαιρα» (συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου).
Τέλος, δημιουργούνται άμεσα τεράστια προβλήματα στοιχειώδους λειτουργίας δημοσίων φορέων, δήμων και περιφερειών, των οποίων η χρηματοδότηση είχε έτσι κι αλλιώς περικοπεί τα τελευταία χρόνια, αναγάγοντας σε κρίσιμο το ζήτημα της ρευστότητας, ώστε να τεθεί το εκβιαστικό δίλημμα μισθοί-συντάξεις ή χρεοκοπία και να προκύψει ως μοναδική λύση η νέα δανειακή σύμβαση και το νέο μνημόνιο.

Μεταξύ λοιπόν των λαϊκών αναγκών και της εξυπηρέτησης των δανειστών, η κυβέρνηση επέλεξε το δεύτερο. Το μήνυμα προς το λαό είναι σαφές: πρώτα οι απαιτήσεις των πιστωτών και οι λαϊκές ανάγκες να περιμένουν. Για το λαό όμως το αν θα πληρωθούν οι συντάξεις, το αν θα καταβληθούν κανονικά οι μισθοί, το αν θα υπάρχει παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση δεν είναι θέματα «χρέους» ή «δόσεων». Αποτελούν κατακτήσεις και είναι ζητήματα πολιτικών συσχετισμών, διεκδίκησης και σ’ αυτή τη χρονική στιγμή είναι ζήτημα αγώνων.