ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΗΣ 6ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ: ΧΑΜΕΝΗ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Η ΜΑΧΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΙΝΟΥΜΕ



Εδώ και τρία χρόνια, από τις 23 Απριλίου 2010, όταν ο τέως πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, με φόντο τις βαρκούλες, ανακοίνωνε στο Καστελόριζο την υπαγωγή της Ελλάδας στα δεσμά του Δ.Ν.Τ. και της τρόικα, ζούμε έναν πραγματικό εφιάλτη. Μισθολόγιο, εφεδρείες, ανεργία, απολύσεις, διαθεσιμότητα, κινητικότητα, φοροληστεία, στιγμές ενός κακόγουστου εφιάλτη που δεν μας αφήνει με τίποτα να ησυχάσουμε. Μα και πιο ειδικά, αγωνία για τη δουλειά μας, δημοσιεύματα που άλλοτε εμφανίζουν το Εθνικό Τυπογραφείο υπό συγχώνευση, άλλοτε ακόμα και υπό κατάργηση, διαβεβαιώσεις, ξανά πάλι δημοσιεύματα, αγωνία, απεργίες, ξανά διαβεβαιώσεις και πάει λέγοντας…

Μα και μια τριετία γεμάτη αγώνες, απεργίες, 34 (!!) 24ωρες, μεγάλες κινητοποιήσεις, καταλήψεις, συγκρούσεις, 5 Μάρτη 2010, 5 Μάη 2010, 28-29 Ιούνη 2011, 19-20 Φεβρουαρίου 2011… ημερομηνίες που σφράγισαν τη τριετία και έγραψαν ιστορία. Εκπαιδευτικοί, χαλυβουργοί, ναυτεργάτες, σχολικοί φύλακες, καθαρίστριες του υπουργείου οικονομικών, γιατροί, εργαζόμενοι στους ΟΤΑ, υγειονομικοί, εργαζόμενοι στα υπουργεία, στα πανεπιστήμια και στα ασφαλιστικά ταμεία. Ολόκληροι κλάδοι στο δρόμο.

Η εμπειρία, μα και η οργή, μεγάλη και η απογοήτευση με την κόπωση κάποιες φορές μεγαλύτερες. Γιατί ενώ όλοι έχουμε κινητοποιηθεί, γιατί όλοι μας έχουμε πληγεί, και όλοι, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, έχουμε βγει στο δρόμο, γιατί ενώ έχουμε χάσει τόσα μεροκάματα στις απεργίες και τις στάσεις εργασίας κι έχουμε διανύσει τόσα χιλιόμετρα στους κατάμεστους από διαδηλωτές δρόμους της Αθήνας, δεν μπαίνει φρένο και η επίθεση συνεχίζει αμείωτη.

Καλούμαστε να τα βάλουμε όχι απλά με την κυβέρνηση και την πολιτική της, αλλά με το σύνολο της πολιτικής του διεθνούς κεφαλαίου όπως αυτή εκφράζεται μέσω Δ.Ν.Τ., διεθνών τραπεζών, οίκων κλπ. Είμαστε ανοργάνωτοι και οι φυσικοί μας «σύμμαχοι», όπως αυτοί εκφράζονται στις επίσημες συνδικαλιστικές ηγεσίες, δείχνουν όχι μόνο ανίκανοι αλλά και απρόθυμοι να διαχειριστούν με επιτυχία την κατάσταση. Η κομματική τους ταυτότητα και οι πολιτικές δεσμεύσεις τους, απέναντι στην κυβέρνηση και τα παρακλάδια της, τους καθιστούν τουλάχιστον αφερέγγυους και αναξιόπιστους. Αρκούνται σε φραστικές κορώνες εκ τους ασφαλούς, σε απεργίες «πυροτεχνήματα» κι όταν πραγματικά πρέπει να απαντήσουν δυναμικά και άμεσα σιωπούν. Η δε επίσημη αριστερά, που θα μπορούσε να μπει μπροστάρης, όπως και οφείλει, παλινωδεί από το να μας κουνά το δάχτυλο ενοχλημένη γιατί «αυτή τα έλεγε κι εμείς δεν ακούγαμε» μέχρι να φλυαρεί αναμένοντας την λαϊκή εξουσία όταν ο κόσμος πεινάει, ή προτείνοντας τρόπους διακυβέρνησης και εξόδου του συστήματος από τη κρίση, χωρίς να λέει ούτε μια λέξη στο λαό για τη δική του σωτηρία.

Μέσα σε αυτό το γενικότερο κλίμα πραγματοποιήθηκε η γενική απεργία της 6ης Νοεμβρίου. Η συγκεκριμένη απεργία είχε όλες τις προϋποθέσεις για να… αποτύχει. Προτάθηκε από το ΠΑΜΕ, κατά τη διάρκεια των επαναλαμβανόμενων 48ωρων απεργιών του Σεπτέμβρη, και αποτέλεσε πρώτης τάξης σανίδα σωτηρίας και διαφυγής από ΠΑΣΚ-ΔΑΚΕ. Μέσα στο τότε ιδιαίτερα αγωνιστικό κλίμα, εν μέσω των επαναλαμβανόμενων απεργιών των εκπαιδευτικών, εν μέσω γενικότερου αναβρασμού στην παιδεία, με τους διοικητικούς υπαλλήλους των ΑΕΙ-ΤΕΙ σε απεργία διαρκείας, με τους υγειονομικούς των νοσοκομείων στο δρόμο και τους υπό διαθεσιμότητα υπαλλήλους των υπουργείων σε κινητοποιήσεις, με το αντιφασιστικό κίνημα στο πόδι μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, αντί το κλίμα αυτό να ενισχυθεί και να κλιμακωθεί, η ΓΣΕΕ «πούλησε» την ΑΔΕΔΥ και δόθηκε… νέο αγωνιστικό ραντεβού μετά από σχεδόν ένα μήνα.  Απεργία για εκτόνωση δηλαδή. Γεγονός που δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε πίσω από τις ωραίες ανακοινώσεις που βγήκαν ενόψει της απεργίας και μιλούσαν για τον «μονόδρομο της συνέχισης του αγώνα».

Αυτό το κλίμα, λοιπόν, «φάγαμε» κι εμείς και η συμμετοχή του ΣΠΕΤ στην απεργία ήταν τουλάχιστον αξιοθρήνητη! Μονάχα 25 συνάδελφοι, που τους αξίζει ένα μεγάλο μπράβο,  έκαναν απεργία και το Εθνικό Τυπογραφείο λειτούργησε εκείνη την ημέρα σχεδόν κανονικά, ακόμα και τμήματα που πάντα σε ημέρες απεργίας έμεναν κλειστά. Κάποτε η συμμετοχή του ΣΠΕΤ στις απεργίες ήταν τεράστια, ακολούθησε το φαινόμενο της απεργοσπασίας μέσω των αδειών παντός τύπου, που κακώς τελικά αφέθηκε αναπάντητο και υποτιμήθηκε, για να καταλήξει στην ανοιχτή πια απεργοσπασία. Επίσης είναι τουλάχιστον λίγο  να επικαλούμαστε οικονομικούς λόγους, που, χωρίς βέβαια να πρέπει να υποτιμηθούν ειδικά σ’ αυτή τη συγκυρία, από μόνοι τους δεν είναι ικανοί να μετατρέψουν συναδέλφους με ακλόνητη αγωνιστική στάση σε απεργοσπάστες, αλλά ούτε και να μετατρέπονται στο άλλοθι μας. Εξάλλου τις απεργίες και τους αγώνες ποιοι τους κάνουν; οι σίγουροι; ή είναι η μοίρα αυτών που αγωνιούν για το μεροκάματο και το αύριο;

Αυτό θα πρέπει να προβληματίσει ΟΛΟΥΣ μας, μα καθώς αφορά σχεδόν όλο το δημόσιο θα πρέπει  να προβληματίσει κατ’ αρχήν την επίσημη συνδικαλιστική ηγεσία της ΑΔΕΔΥ, που έχει την ευθύνη και παίρνει την πρωτοβουλία κήρυξης μιας απεργίας.

Επειδή τα λαϊκά προβλήματα αυτή την περίοδο είναι πολύ μεγάλα και ειδικά για εμάς τους δημοσίους υπαλλήλους, η επίθεση στο εισόδημα και τα δικαιώματά μας έχει κορυφωθεί, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα αντίστασης, οργάνωσης, απάντησης. Και σίγουρα κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει πόσο δυσκολεύει την κυβέρνηση, εν μέσω μάλιστα διαπραγματεύσεων με τη τρόικα, μια μαζική απεργία χιλιάδων οργισμένων εργαζομένων. Ακόμα και όσοι δεν συμμετέχουν στη διαδήλωση, είναι σίγουρο ότι με αγωνία ψάχνουν τη μαζικότητά της ξέροντας ότι κάθε φορά έχει πολιτική σημασία και στέλνει μηνύματα με πολλούς αποδέκτες.

Δικαιώθηκαν λοιπόν όσοι μας χλευάζουν λέγοντας ότι «ο κόσμος δεν τραβάει» και «οι απεργίες δεν έχουν νόημα»; Και τι έχει νόημα τελικά; Να εξαρτάμε την τύχη μας από τις γνωριμίες και τις προσβάσεις; Να συνεχίσουμε να κρεμόμαστε από τους «σωτήρες» και τις «παρεμβάσεις» τους; Να συνεχίσουμε να αγωνιούμε σε κάθε αμφιλεγόμενο και συχνά ανακριβές δημοσίευμα και να καρδιοχτυπούμε κάθε φορά που κάποιος δημοσιογράφος- παπαγαλάκι μας πιάνει στο στόμα του; ή να πάρουμε την τύχη μας στα χέρια μας; Να οργανωθούμε, να δώσουμε δυναμικό παρόν στους αγώνες, να συναντήσουμε τους συναδέλφους μας που βρίσκονται σε διαθεσιμότητα, εκείνους που αγωνίζονται για να μην βρεθούν, να είμαστε έτοιμοι και το κυριότερο να στείλουμε ένα μήνυμα σε όσους, και αν, επιβουλεύονται τη δουλειά μας, ότι δεν είμαστε τα «καλά παιδιά», ότι είμαστε εδώ ενωμένοι, έτοιμοι να υπερασπιστούμε το παρόν και το μέλλον μας και θα μας βρουν απέναντι;

Δεν θα αλλάξουν λοιπόν τα δεδομένα, παρά μόνο αν εμείς τα αλλάξουμε κι αν οι ηγεσίες που έχουμε δεν μας κάνουν, να βρούμε άλλες. Να δηλώσουμε με τη στάση μας σε όλα τα επίπεδα ποιοι είναι οι φίλοι και ποιοι οι εχθροί μας. Με το να μη κάνουμε απεργία δεν τιμωρούμε την ΑΔΕΔΥ, δεν τιμωρούμε ούτε καν το Δ.Σ. του Σ.Π.Ε.Τ. με το οποίο ίσως και δεν συμφωνούμε, τιμωρούμε τους εαυτούς μας. Δεν «ιδρώνουν» από τη μη συμμετοχή μας, που τους αναδεικνύει στους «μόνους συνεπείς» και αναπαράγει τη βολική γι’ αυτούς φιλοσοφία περί του ότι «ο κόσμος δεν τραβάει». Ιδρώνουν όμως από τη μαζική παρουσία που θα τους αμφισβητήσει και θα θέσει τους δικούς της όρους, θα απεγκλωβίσει τις δυνάμεις μας και θα φέρει νίκες. Αμφισβήτηση που μπορεί να εκφραστεί με διαφορετικούς τρόπους από τη διαφορετική συγκέντρωση, τα διαφορετικά συνθήματα, τις διαφορετικές πρωτοπορίες. 

Ας δώσουμε λοιπόν ραντεβού για την επόμενη απεργιακή συγκέντρωση.


Όλγα Πετρούλια