104 χρόνια μετά καταργείται η κυριακάτικη αργία

Το αίτημα των εργαζομένων για την καθιέρωση της αργίας της Κυριακής άρχισε να προωθείται κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Την 25η Απριλίου 1899 έγιναν στην Αθήνα δύο συγκεντρώσεις: των εργατών στο Δημαρχείο και των εμποροϋπαλλήλων στην αίθουσα του συλλόγου τους. Στην πρώτη συντάχτηκε ψήφισμα υπέρ της «Κυριακής αργίας», το οποίο την επόμενη ημέρα επιτροπή εργατών επέδωσε στον τότε πρωθυπουργό και υπουργό των Εσωτερικών Γ. Θεοτόκη. Στη δεύτερη μίλησε στους συγκεντρωμένους ο τμηματάρχης της Δημόσιας Οικονομίας του υπουργείου Εσωτερικών Ηλίας Λιακόπουλος τόσο για την ανάγκη καθιέρωσης της αργίας της Κυριακής όσο και για τις νομοθετικές ρυθμίσεις που είχαν γίνει για το ζήτημα αυτό στα άλλα κράτη (Αγγλία, Ελβετία, Νορβηγία κ.ά). Ο ομιλητής τόνισε ότι η σχόλη της Κυριακής ήταν αναγκαία για διάφορους λόγους. 
Την επέβαλλαν:

  1. Λόγοι υγείας, διά την ανάπαυσιν των νεύρων και του σώματος,
  2. Λόγοι πνευματικής αναπτύξεως διά της μελέτης και των ακροαμάτων,

  3. Λόγοι ψυχικής βελτιώσεως διά της εκπληρώσεως των θρησκευτικών καθηκόντων,
  4. Λόγοι κοινωνικής μορφώσεως διά της αναπτύξεως κοινωνικών σχέσεων,

  5. Λόγοι οικογενειακής ανάγκης,

  6. Λόγοι εξανθρωπισμού, “διότι η αέναος εργασία φέρει την ιδέα του ανδραπόδου”,
  7. Χάριν αυτής της προαγωγής του επαγγέλματος, διότι ο ζήλος προς εργασία μετά την αργία θα είναι μεγαλύτερος.
(εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 27ης Απριλίου 1899)

Στην Αθήνα η διαμάχη επικεντρώθηκε ιδίως στα «εμπορικά» καταστήματα (ένδυσης, υπόδησης κ.λπ.) των κεντρικών δρόμων, με σημαντικότερες κινητοποιήσεις αυτές του 1890, 1891 (απεργία) και του 1896, καθώς και στους τυπογράφους (1882 και 1909-1910), στους ζαχαροπλάστες (1896 και 1899), στους κουρείς (1894, 1902 και 1903), στους αρτοποιούς (1879, 1904-1905 κ.ε.) και λίγο πριν το 1909 στα παντοπωλεία. Δεν θα πρέπει να παραβλέψει κανείς ότι η  τήρηση της αργίας με βάση τις χριστιανικές επιταγές παρέμενε ζωντανή ως πρακτική σε πολλούς βιοτεχνικούς κλάδους και σε εργοστάσια, σε γενικές γραμμές όμως είχε ατονήσει κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα στην Ελλάδα.  

Σε επιμέρους πόλεις και κλάδους επιτυγχάνονταν συχνά λιγότερο ή περισσότερο βραχύβιες συναινέσεις για το κλείσιμο των καταστημάτων τις Κυριακές, αρκούσε όμως η πεισματική άρνηση ελάχιστων επαγγελματιών να συμμετάσχουν στο κλείσιμο για να ναυαγήσουν οι σχετικές προσπάθειες. Στις αρχές του 20ού αιώνα  είχε γίνει πια συνείδηση ότι  δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί μια μόνιμη «συνεννόηση κυρίων» και απαιτούνταν νομοθετική ρύθμιση. 

Έτσι τέλη Δεκεμβρίου 1909 η κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη ψήφισε ειδικό νόμο για την καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας, ο οποίος και άρχισε να εφαρμόζεται την πρώτη Κυριακή του νέου χρόνου, στις 4 Ιανουαρίου 1910. Η καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας έναν αιώνα πριν, ήταν το πρώτο μέτρο εργατικής νομοθεσίας που ψηφίστηκε στην Ελλάδα. Εκείνη τη χρονιά μάλιστα εφαρμόσθηκε – για πρώτη φορά – και ο θεσμός των εφημερευόντων φαρμακείων, ενώ το πρόστιμο για όσους θα άνοιγαν τις επιχειρήσεις ανερχόταν σε 500 δραχμές ή κράτηση μέχρι 30 ημέρες. Από την εφαρμογή του νόμου εξαιρέθηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι έπρεπε να εργαστούν κανονικά!     (Εφημερίδα των Συντακτών, 11/8/2014)

Τον Ιούλιο του 2013, 104  χρόνια μετά, με τον Ν. 4177, η κυβέρνηση προχώρησε στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, επιτρέποντας την «πιλοτική» λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων όλες τις Κυριακές του χρόνου σε 10 περιοχές, και από ό,τι φαίνεται ούτε η προσωρινή αναστολή που επέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας, στις αρχές Σεπτεμβρίου, δεν μπορεί να τη σταματήσει. 

Η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας συνδέεται με την ελαστικότητα της εργασίας, την εργοδοτική αυθαιρεσία, την τρομοκρατία, τα σπαστά ωράρια και τα 4ωρα της εκμετάλλευσης, τις ατομικές συμβάσεις, τις μειώσεις μισθών, την ελαστική και απλήρωτη εργασία, ενώ η διατήρησή της, υπερασπίζεται την έννοια της ανάπαυσης και του ελεύθερου χρόνου, τη μόνιμη και σταθερή δουλειά, το ανθρώπινο ωράριο, το 5μερο και το 8ωρο, κόντρα στα σύγχρονα κάτεργα της απλήρωτης και ανασφάλιστης εργασίας.

Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η επιλογή εφαρμογής σε αυτή την έκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης στο χώρο του εμπορίου, δεν είναι τυχαία. Αποδιοργανωμένος συνδικαλιστικά, διάσπαρτος και ανοργάνωτος, με μια συνδικαλιστική ηγεσία απρόθυμη και ανίκανη να υπερασπιστεί τις ανάγκες του, ο χώρος αυτός καθίσταται ευάλωτος και «εύκολη» λεία στις αδηφάγες ορέξεις του κεφαλαίου. Και αυτό είναι μόνο η αρχή, καθώς καθόλου τυχαία ανοίγει και πάλι το ζήτημα του ωραρίου λειτουργίας και των δημοσίων υπηρεσιών.