Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει;

Με αφορμή τη δημοσίευση των ΦΕΚ της επιστράτευσης των εκπαιδευτικών και μάλιστα Σαββατοκύριακο και την εκτύπωση των περίπου 88.000 φύλλων πορείας τους στο Εθνικό Τυπογραφείο θα άξιζε να προβληματιστούμε και να συζητήσουμε σοβαρά ποια είναι τα πολιτικο-συνδικαλιστικά όρια του «υπηρεσιακού μας καθήκοντος». Πού τελειώνει η δουλειά μας και πού αρχίζουν η αλληλεγγύη και τα αγωνιστικά μας αντανακλαστικά; χωρίς μεγάλα λόγια και τολμηρές μεγαλοστομίες. Δεν έχουμε αυταπάτες για το ρόλο που παίζουμε ως δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς αποτελούμε ιμάντες μεταφοράς της κυβερνητικής πολιτικής. Ωστόσο αγανακτούμε όταν καλούμαστε να δημοσιεύσουμε, συχνά και εκτός ωραρίου, τα πιο αντιδραστικά, τα πιο αντιλαϊκά νομοθετικά τερατουργήματα (υπουργικές αποφάσεις, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, μνημόνια, νόμοι, επιστρατεύσεις).
Η εκτύπωση όμως των χιλιάδων φύλλων πορείας και προληπτικής επιστράτευσης  των συναδέλφων μας και μάλιστα με την αυταπάτη ότι έτσι είμαστε «χρήσιμοι» και άρα αναντικατάστατοι ξεχείλισε το ποτήρι. Το τι είναι χρήσιμο για το σύστημα δεν είναι ίδιο με ό,τι εμείς θεωρούμε χρήσιμο. Δεν είναι άραγε χρήσιμα τα 1500 σχολεία που καταργούνται, συγχωνεύονται και κλείνουν; Δεν είναι χρήσιμοι οι 12.000 εκπαιδευτικοί που θα πεταχτούν στο δρόμο, τα νοσοκομεία που  συγχωνεύονται και κλείνουν, το νοσηλευτικό προσωπικό που απολύεται ως πλεονάζον; Ας μην ελπίζουμε, λοιπόν, να περάσουμε «απαρατήρητοι», εκτελώντας πιστά και αδιαμαρτύρητα το «καθήκον» μας, σιωπηροί και αρεστοί. Το σύστημα έχει αποδείξει μέσα στην ιστορία ότι οι «πρόθυμοι» βοηθοί του απλά χαίρουν της εύνοιας του μέχρι να χτυπηθούν κι αυτοί τελευταίοι, όταν δεν υπάρχει πια κανείς να τους υπερασπιστεί.
Ας ψάξουμε να βρούμε, λοιπόν, τους φυσικούς μας συμμάχους  εκεί που είναι:  στους υπόλοιπους εργαζόμενους που δίνουν καθημερινές μάχες για το δικαίωμά τους στη δουλειά και τη ζωή, κόντρα στις απολύσεις και την ανεργία κι ας μην νιώθουμε τόσο ασφαλείς στρουθακαμηλίζοντας πίσω από υποσχέσεις και αυταπάτες.

Όλγα Πετρούλια